-
1 μετ-οικικός
μετ-οικικός, ή, όν, zum μέτοικος gehörig, μετοικικὸν ἄνϑρωπον = μέτοικον, Plut. Alc. 5; ἐς τὸ μετοικικὸν συντελεῖν, d. i. zu den Schutzverwandten gehören, Luc. bis accus. 9; μετοικικῆς συμμορίας ταμίας, Hyperid. bei Poll. 8, 144.
-
2 μετοικικός
μετ-οικικός, ή, όν, zum μέτοικος gehörig; ἐς τὸ μετοικικὸν συντελεῖν, d. i. zu den Schutzverwandten gehören